δάκους

δάκους
δάκος
animal of which the bite is dangerous
neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Δεκέβαλος — (τέλη 1ου – αρχές 2ου αι. μ.Χ.). Βασιλιάς της Δακίας στα χρόνια του Δομιτιανού και του Τραϊανού. Είναι πιθανό η ονομασία Δ. να σήμαινε βασιλιάς ή αρχηγός στη δακική γλώσσα. Το 84 μ.Χ. οι Δακοί εισέβαλαν στη Μυσία, ρωμαϊκή επαρχία τότε, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”